παραλογιάζω

παραλογιάζω
1. κάνω κάποιον να τρελαθεί, να χάσει τα λογικά του («τόν παραλόγιασες με αυτά που τού είπες»)
2. χάνω τα λογικά μου, τρελαίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραλογίζομαι, κατά τα ρ. σε -ιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραλογιάζω — παραλόγιασα, παραλογιάστηκα, παραλογιασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον παράλογο, τρελαίνω, ζαλίζω: Λέγε λέγε το παραλογιάσατε το παιδί. 2. αμτβ., χάνω το λογικό μου, τρελαίνομαι: Μ αυτόν δεν μπορείς να συνεννοηθείς, γιατί είναι παραλογιασμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλόγιασμα — το [παραλογιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραλογιάζω, η διατάραξη τών διανοητικών λειτουργιών ή η επικράτηση τού παρορμητικού και τού συναισθηματικού στοιχείου στη συμπεριφορά, η τρέλα …   Dictionary of Greek

  • μανιάζω — (Μ μανιάζω [μανία] 1. κατέχομαι από μανία, παραφέρομαι, οργίζομαι, παραλογιάζω 2. (για τα στοιχεία τής φύσης) μαίνομαι, αγριεύω, είμαι ή γίνομαι ορμητικός («μάνιασε ο αέρας») …   Dictionary of Greek

  • παραλόγιασμα — το ατος, η πράξη και το αποτέλεσμα του παραλογιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”